σφυριχτός

σφυριχτός
-ή, -ό, Ν [σφυρίζω]
1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό»)
2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.)
3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός.
επίρρ...
σφυριχτά Ν
με σφύριγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφυριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με σφύριγμα: Συνεννοούνται σφυριχτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουριχτός — ή, ό, Ν βλ. σφυριχτός …   Dictionary of Greek

  • συρικτός — και συριστός και σουριχτός, ή, ό, Ν [συρίζω (Ι)] αυτός που παράγεται με συριγμό, σφυριχτός. επίρρ... συρικτά και συριστά και σουριχτά Ν με συρικτό τρόπο, σφυριχτά …   Dictionary of Greek

  • σφυριχτά — Ν επίρρ. βλ. σφυριχτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”