- σφυριχτός
- -ή, -ό, Ν [σφυρίζω]1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό»)2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.)3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός.επίρρ...σφυριχτά Νμε σφύριγμα.
Dictionary of Greek. 2013.